- ομοιοτροπία
- η (Α ὁμοιοτροπία) [ομοιότροπος]1. η ιδιότητα τού ομοιότροπου, το να γίνεται κανείς ή κάτι με όμοιο τρόπο («το πεπτικό σύστημα τών μηρυκαστικών χαρακτηρίζεται από ομοιοτροπία»)2. ομοιότητα ηθών, χαρακτήρα ή τρόπου ζωήςνεοελλ.(ορυκτ.) η ιδιότητα τών άμορφων σωμάτων και μερικών κρυσταλλικών υλικών να παρουσιάζουν ομοιότητα ως προς την εσωτερική τους κατασκευή, ισοτροπία.
Dictionary of Greek. 2013.